σιβηραία

σιβηραία
η, Ν
βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας τών ροδιδών, με δύο είδη που είναι ιθαγενή τής Σιβηρίας και καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”